Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει ορίσει την υπογονιμότητα ως «αποτυχία σύλληψης έπειτα από σεξουαλική επαφή χωρίς προστασία για περίοδο ενός έτους». Παρόλο που πολλά υπογόνιμα ζευγάρια μπορούν τελικά να τεκνοποιήσουν με την βοήθεια της προηγμένης τεχνολογίας της αναπαραγωγής, η διάγνωση της υπογονιμότητας στο ζευγάρι έρχεται ως μεγάλη έκπληξη.

Τα ζευγάρια που δεν μπορούν να τεκνοποιήσουν με το «φυσιολογικό» τρόπο αποτελούν μία ομάδα ανθρώπων που υποφέρουν συναισθηματικά από τη συχνή κατηγοριοποίηση τους ως  υπογόνιμοι. Η κατηγοριοποίηση αυτή κυριαρχεί στη σκέψη τους και πολλές φορές καθορίζει τις αποφάσεις τους για το μέλλον.

Η ανεπιθύμητη υπογονιμότητα απειλεί πολλές πλευρές της ζωής τους, όπως είναι η ταυτότητα τους, τα συναισθήματα αυτοεκτίμησης, ο ρόλος τους ως πατέρα και μητέρα αντίστοιχα, οι προσδοκίες τους για το μέλλον, η σχέση τους με τους άλλους και η κοινωνική τους υπόσταση. Η επιθυμία  να αποκτηθεί ένα παιδί απορρέει από τα ατομικά ένστικτα και είναι κοινή στους περισσότερους ανθρώπους.

Αρχικά, ένα ζευγάρι δεν μπορεί να κάνει παιδιά, επειδή υπάρχει υπογονιμότητα είτε στον άντρα, είτε στη γυναίκα ή σπανιότερα και στους δύο. Φυσικά, ανάλογα με την περίπτωση, οι ευθύνες που επιφορτίζεται ο καθένας αλλάζουν και καθορίζουν και την ψυχολογική κατάσταση του ίδιου και κατ` επέκταση των δύο συντρόφων. Τα συναισθήματα που μπορεί να βιώνουν είναι διάφορα και ποικιλόμορφα.

Η είδηση της υπογονιμότητας προκαλεί έντονο θυμό και οργή. Είναι αρκετές οι φορές που φέρνει τους συντρόφους σε απόγνωση. Η δυσκολία να πιστέψουν το γεγονός συνοδεύεται από συναισθήματα λύπης, ενοχής, ανησυχίας και ντροπής. Αξιοσημείωτο είναι η κατάσταση  που  νιώθουν ότι δεν είναι ικανοί να δημιουργήσουν οικογένεια. Το γεγονός ότι δεν μπορεί ένα παιδί να γεννηθεί «φυσιολογικά» ξυπνά όλων των ειδών τους φόβους, όπου το ζευγάρι αντιμετωπίζει με αμυντικό τρόπο νιώθοντας συναισθήματα λύπης και υποτίμησης. Τα αρνητικά συναισθήματα που δημιουργούνται μετατρέπονται σε εμμονή γιατί δεν μπορεί να γεννηθεί ένα παιδί τη στιγμή που επιθυμείται.

Κατά συνέπεια, η συναισθηματική φόρτιση για τα ζευγάρια που επιλέγουν εναλλακτικούς τρόπους γονιμοποίησης είναι μεγάλη, καθώς η εκπλήρωση του πολυπόθητου στόχου είναι συνήθως ζήτημα πολλών ετών και έντονων προσπαθειών. Το έντονο στρες, η νευρικότητα, η κατάθλιψη, η εσωστρέφεια, αλλά και οι συχνές αλλαγές στην διάθεση, όπως η όρεξη, το βάρος και ο ύπνος είναι συχνά συμπτώματα της θεραπείας για την αποκατάσταση της υπογονιμότητας.

Η σεξουαλική δραστηριότητα αποτελεί σωματική, συναισθηματική και κοινωνική έκφραση, που φέρνει τα άτομα κοντά δίνοντας τους την ευκαιρία να κάνουν παιδιά, να παίξουν, αλλά και να εκφράσουν τον πόθο τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους.

Η σεξουαλικότητα του κάθε ατόμου επηρεάζεται από τα συναισθήματα, την υγεία, τα ερωτικά ερεθίσματα και την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας. Έτσι, για πολλά ζευγάρια η ευχάριστη εμπειρία της σεξουαλικής συνεύρεσης αλλάζει και η ερωτική επαφή γίνεται προγραμματισμένη και καθόλου συναρπαστική. Παύει λοιπόν να αποτελεί έναν τρόπο επικοινωνίας και οικειότητας και στοχεύει μόνο στην τεκνοποίηση.

Οι περισσότεροι βιώνουν τη διαδικασία της θεραπείας ως «επώδυνη», σωματικά και ψυχικά, χαρακτηρίζοντας την «ψυχοφθόρα» και επιλέγοντας την απόκρυψη του προβλήματος από τους δικούς της ανθρώπους.

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τα παραπάνω καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η υπογονιμότητα και η θεραπευτική της διαδικασία είναι σχεδόν πάντα απρόσμενη και όπως έχει αποδειχθεί προκαλεί μεγάλη ψυχοσυναισθηματική αναστάτωση.

Comments are closed.

Μετάβαση στο περιεχόμενο